ίσαλος γραμμή

ίσαλος γραμμή
Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ίσαλος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια της θάλασσας. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ίσαλα μέρη του σκάφους που βρίσκονται γύρω από την ίσαλη γραμμή. ίσαλος (γραμμή) η το ίχνος της τομής που σχηματίζει ακινητοποιημένο σκάφος με …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσαλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα τα μέρη τού πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια τής θάλασσας 3. φρ. «ίσαλος γραμμή» η γραμμή κατά… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβιο — Τεχνικός όρος που υποδηλώνει μια κατηγορία οχημάτων που μπορούν να κινούνται σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος·κατ’ επέκταση, αμφίβιες ονομάζονται και οι ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται οχήματα αυτού του είδους.… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • παρίσαλος — η (ενν. καμπύλη ή γραμμή) ναυτ. καθεμιά από τις παράλληλες προς την επιφάνεια τής θάλασσας νοητές γραμμές τής γάστρας τού πλοίου που δημιουργούν παράλληλα προς την ίσαλο γραμμή επίπεδα σε διάφορα ύψη από την τρόπιδα, ανάλογα με την προσθήκη ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”